Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγκρεατικός -ή -ό [paŋgreatikós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει, που αναφέρεται στο πάγκρεας ή προέρχεται από αυτό: Παγκρεατική αρτηρία. Παγκρεατική ανεπάρκεια. Παγκρεατικό υγρό. Παγκρεατική ενδοκρινής και εξωκρινής δράση. Παγκρεατικές εκκρίσεις.
[λόγ. < γαλλ. pancréatique < αρχ. παγκρεατ- (δες πάγκρεας) -ique = -ικός]