Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγκρεατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγκρεατικός -ή -ό [paŋgreatikós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει, που αναφέρεται στο πάγκρεας ή προέρχεται από αυτό: Παγκρεατική αρτηρία. Παγκρεατική ανεπάρκεια. Παγκρεατικό υγρό. Παγκρεατική ενδοκρινής και εξωκρινής δράση. Παγκρεατικές εκκρίσεις.

[λόγ. < γαλλ. pancréatique < αρχ. παγκρεατ- (δες πάγκρεας) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες