Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγκάκι το [paŋgáki] Ο44α : είδος καθίσματος, πάγκος με ή χωρίς ράχη, για περισσότερα από ένα άτομα, το οποίο τοποθετείται σε σταθερή θέση σε (δημόσιο) υπαίθριο χώρο (πλατεία, κήπο κτλ.): Ξύλινο / πέτρινο ~. Kάθισε στο ~ κι έβγαλε από την τσέπη του ένα βιβλίο.
[πάγκ(ος) -άκι]