Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγετός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγετός ο [pajetós] Ο17 : (μετεωρ.) πολύ δυνατό ψύχος, πτώση της θερμοκρασίας κάτω από το μηδέν που επιφέρει πάγωμα των νερών· (πρβ. παγωνιά, πάγος): Οι οδηγοί να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί τις πρωινές ώρες ενδέχεται να σημειωθεί ~. H φετινή παραγωγή είναι χαμη λή εξαιτίας των παγετών.

[λόγ. < αρχ. παγετός]

[Λεξικό Κριαρά]
παγετός ο.
  • 1) Υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός:
    • (Κορων., Μπούας 67), (Διγ. Esc. 490).
  • 2) Πάγος:
    • επέβησαν του ποταμού, και παγετών λυθέντων πάντες κατεποντίσθησαν (Βίος Αλ. 3650).

[αρχ. ουσ. παγετός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες