Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγανό το [paγanó] Ο38 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανός: Mεσάνυχτα, ώρα που βγαίνουν τα στοιχειά, τα παγανά και οι νεράιδες.
[μεταπλ. του παγανός σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγανός ο [paγanós] Ο17 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανό.
[ελνστ. ή μσν. παγανός `αγρότης, αγροίκος, ειδωλολάτρης΄ (επειδή στα χωριά διατηρήθηκαν για μεγαλύτερο διάστημα οι προχριστιανικές θρησκείες) < λατ. pagan(us) (προφ. [pagá-], ίδ. σημ.) -ός (< λατ. pagus `η ύπαιθρος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- παγάνος ο· πληθ. παγάνηδες.
-
- Μη χριστιανός, αλλόθρησκος·
- (εδώ προκ. για μουσουλμάνο):
- να κάμεις παρακάλησιν στον Θεόν, να τους γλυτώσει 'κ τα χέρια των παγάνηδων (Καβαλίστας 54).
- (εδώ προκ. για μουσουλμάνο):
[<μτγν. ουσ. παγανός με επίδρ. λατ. paganus. Η λ. το 12. αι. και στο Du Cange]
- Μη χριστιανός, αλλόθρησκος·