Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγανιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγανιστικός -ή -ό [paγanistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον παγανισμό· (πρβ. ειδωλολατρικός): Παγανιστικές θρησκείες / τελετές. Παγανιστική λατρεία. Παγανιστικά έθιμα. Παγανιστική τάση / διάθεση. H εικονογραφία από λειτουργική και πνευματική που ήτανε κατάντησε κοσμική και παγανιστική.

[λόγ. παγαν(ισμός) -ιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες