Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγαίνω [pajéno] & πααίνω [paéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. παγεμένος και (σπάν.) παεμένος : (λαϊκότρ., λαϊκ.) πηγαίνω: Άντε πάγαινε από δω πέρα. Πάαινε να σαλέψει ο νους της. Ήμουν παγεμένος στην Aθήνα για δουλειές.
[μσν. παγαίνω < *υπαγαίνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. ὑπάγ(ω), αρχ. σημ.: `φέρνω κάτω από, οδηγώ, φεύγω΄, μεταπλ. -αίνω κατά το πηγαίνω· αποβ. του μεσοφ. [γ] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- παγαίνω,
- βλ. υπαγαίνω.