Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγίωση η [pajíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παγιώνω· το να γίνεται κτ. πάγιο, σταθερό και αμετάβλητο· παγιοποίηση· (πρβ. εδραίωση): H ~ μιας κατάστασης / ενός καθεστώτος. H ~ της ειρήνης.
[λόγ. < μσν. παγίωσις < παγιω- (δες παγιώνω) -σις > -ση]