Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παίω.
  • Χτυπώ, πονώ κάπ.·
    • (εδώ μεταφ. με λόγια):
      • (Ζήνου, Βατραχ. 177).

[αρχ. παίω. Τ. παίζω και η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παιωνία η· πιωνία.
  • Θαμνώδες φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες (βλ. και γλυκυσία):
    • (Ιατροσόφ. 7010).

[μτγν. ουσ. παιωνία. Τ. παγωνιά, πιγουνιά και πιγωνιά σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (Δημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες