Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παίξιμο το [péksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παίζω (συνήθ. στις σημ. II2, 3): Tο παίξιμό του μαρτυρούσε πως είχε μπει στο πετσί του ρόλου.
[μσν. παίξιμον < παιξ- (παίζω) -ιμον > -ιμο]