Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παίκτης ο [péktis] & παίχτης ο [péxtis] Ο10 θηλ. παίκτρια [péktria] & παίχτρια [péxtria] Ο27 : α.αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι: Tο τάβλι παίζεται με δύο παίκτες. || αυτός που επιδίδεται ή ασχολείται συχνά ή συστηματικά με ορισμένο παιχνίδι: Δεν είμαι ~ αλλά μου αρέσει πού και πού να δοκιμάζω την τύχη μου. β. αθλητής σε ομαδικό άθλημα: Οι παίκτες μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. || (οικ., με θετική φόρτιση): Είναι ~, δεν είναι παίξε γέλασε!
[λόγ. < ελνστ. παίκτης· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. παίκ(της) -τρια (σύγκρ. ελνστ. συμπαίκτρια)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- παίκτης ο.
-
- Αυτός που περιπαίζει, που εξαπατά τους ανθρώπους·
- (προκ. για το διάβολο):
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 195).
- (προκ. για το διάβολο):
[μτγν. ουσ. παίκτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που περιπαίζει, που εξαπατά τους ανθρώπους·