Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παίγνιον το· μπαίγνιο· μπαίγνιον· παίγνι· παίγνιο.
-
- 1) Αντικείμενο, μέσο με το οποίο παίζει, διασκεδάζει κάπ., παιγνίδι:
- (Αλεξ. 685).
- 2)
- α) Πράξη ή ασχολία που γίνεται για διασκέδαση, παιγνίδι· (εδώ προκ. για επιτραπέζιο παιγνίδι):
- παίγνιον δε εστί τούτο (ενν. το ζατρίκιον) από της των Σύρων γης ευρεθέν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 223)·
- β) (μεταφ. προκ. για κ. που γίνεται εύκολα, χωρίς κόπο):
- ως παίγνιον ημίν εστίν η συμπλοκή πολέμου (Βίος Αλ. 3114).
- α) Πράξη ή ασχολία που γίνεται για διασκέδαση, παιγνίδι· (εδώ προκ. για επιτραπέζιο παιγνίδι):
- 3) Θεατρική κωμική παράσταση:
- (Βακτ. αρχιερ. 155), (Κανον. διατ. Β 773).
- 4) (Κοροϊδευτικά) κ. ασήμαντο, αξιοκαταφρόνητο·
- (εδώ προκ. για έπαθλα):
- σέλινα κατεστεφούντο νέοι, ά θεολόγος παίγνια καλλίστως ονομάζει άθλον τε καταγέλαστον (Βίος Αλ. 2420 h κριτ. υπ).
- (εδώ προκ. για έπαθλα):
- 5) Τέχνασμα, πλεκτάνη για την εξαπάτηση κάπ.:
- παίγνια των πονηρών (Σπαν. (Μαυρ.) P 348· Γεωργηλ., Βελ. Λ 469).
- 6)
- α) Κοροϊδία, εμπαιγμός, εξευτελισμός:
- έκοψαν τας τρίχας της κορυφής της κεφαλής του (ενν. του Χριστού) διά μπαίγνιον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 396v· 276r)·
- β) αντικείμενο κοροϊδίας ή εξευτελισμού, περίγελος:
- ως παίγνιο μ’ επερίπαιζες κι ήσουν ευχαριστημένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1135])·
- Μωρέ χωριάτη αδιάντροπε … των ανθρώπων παίγνιον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1234]).
- α) Κοροϊδία, εμπαιγμός, εξευτελισμός:
[αρχ. ουσ. παίγνιον. Ο τ. μπαίγνιο και σήμ. Τ. ‑ί‑ στο Meursius (λ. παιγνίδι)]
- 1) Αντικείμενο, μέσο με το οποίο παίζει, διασκεδάζει κάπ., παιγνίδι: