Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πίστα η [písta] Ο25 : επίπεδος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για διάφορες χρήσεις: α. για χορό: Xορευτική ~. H ~ του κέντρου ήταν γεμάτη από νέους που χόρευαν. β. για αθλήματα, αγώνες: ~ αγώνων / ιππασίας / σκι / παγοδρομιών. Aθλήματα πίστας. ~ αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτων / μοτοσικλετών. γ. για προσγείωση, απογείωση αεροσκαφών και ελικοπτέ ρων: H ~ του αεροδρομίου / του ελικοδρομίου.
[γαλλ. pist(e) -α ή μέσω του ιταλ. pista]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστάγκωνα [pistáŋgona] επίρρ. τροπ. : (λαϊκότρ.) πισθάγκωνα.
[μσν. πιστάγκωνα < *πισθάγκωνα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] < ελνστ. ὀπισθάγκωνα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (< ὄπισθ(εν) + ἀγκών)]