Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πίκρα η [píkra] Ο25α : 1. η ιδιότητα του πικρού, η πικρή γεύση· πικρίλα, πικράδα. ΑΝΤ γλύκα: Μου έμεινε μια έντονη ~ στο στόμα. 2. (μτφ.) συναίσθημα λύπης, οδύνης, στενοχώριας· πικρία: Η ζωή του είναι γεμάτη πίκρες και βάσανα. Έχω ~ στην καρδιά / στην ψυχή. (εκφρ.) κερνάω κπ. πίκρες / ποτίζω κπ. με πίκρες, τον στενοχωρώ, τον λυπώ πολύ.
[μσν. πίκρα < πικρ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραγγουριά η [pikraŋgurjá] Ο24 : αυτοφυές φυτό, που ο καρπός του χρησιμοποιείται και ως καθαρτικό· αγριαγγουριά.
[πικράγγουρ(ο) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικράγγουρο το [pikráŋguro] Ο41 : ο καρπός της πικραγγουριάς, ο πικρός χυμός του οποίου χρησιμοποιείται και ως καθαρτικό· αγριάγγουρο.
[πικρ(ο)- + αγγούρ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικράδα η [pikráδa] Ο25α : η ιδιότητα του πικρού· πίκρα1: Bράσε τα χόρ τα δυο φορές για να φύγει η ~.
[μσν. πικράδα < πικρ(ός) -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραίνω [pikréno] -ομαι Ρ7.1 μππ. πικραμένος* : 1. δυσαρεστώ, στενοχωρώ, λυπώ κπ. πολύ: Mε πίκρανε πολύ μ΄ αυτά που μου είπε. Πικράθη κα από τη συμπεριφορά της. ~ τους γονείς μου. 2. (παθ.) νιώθω τη γεύση του πικρού: Έφαγα κάτι και πικράθηκα.
[αρχ. πικραίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραλίδα η [pikralíδa] Ο26 : είδος χόρτου με πικρή γεύση.
[ελνστ. πικραλίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραμένος -η -ο [pikraménos] Ε3 μππ. του πικραίνω : που τον έχουν πικράνει· πολύ στενοχωρημένος, λυπημένος, δυσαρεστημένος (λόγω απογοήτευσης, αισθήματος αδικίας κτλ.): ~ άνθρωπος. Πικραμένη μάνα. Είμαι πολύ ~ μαζί σου. || Πικραμένα χείλη, τα χείλη ενός πικραμένου ανθρώπου. || (ως ουσ.) ο πικραμένος. (έκφρ.) θα γελάσουν και οι πικραμένοι ή θα γελάσει ο κάθε ~, αυτό που θα συμβεί ή θα ειπωθεί, θα είναι πολύ αστείο ή γελοίο.
πικραμένα ΕΠIΡΡ. [μππ. του πικραίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραμύγδαλο το [pikramíγδalo] Ο41 : είδος αμυγδάλου με πικρή γεύση.
[μσν. πικραμύγδαλον < πικρ(ο)- + αμύγδαλον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πικραντικός -ή -ό [pikrandikós] Ε1 : που καθιστά κτ. πικρό. ANT γλυκα ντικός.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. πικραντικῶς `με πικρό τρόπο΄ (αναδρ. σχημ.) κατά τη σημ. του αντ. γλυκαντικός]