Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πίκολο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πίκολο το [píkolo] Ο41 : είδος μικρού φλάουτου.

[γαλλ. piccolo < ιταλ. piccolo `μικρό μουσικό όργανο΄ (κατά τον τον. της ιταλ. λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες