Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πίδακας ο [píδakas] Ο5 : στήλη που σχηματίζεται, όταν ένα υγρό (κυρ. νερό) εξακοντίζεται ψηλά με πίεση: H υποθαλάσσια έκρηξη δημιούργησε έναν τεράστιο πίδακα νερού. Tο αίμα τινάχτηκε από την κομμένη αρτηρία σαν ~. || στήλη νερού που εξακοντίζεται ψηλά με ειδικό μηχανισμό· (πρβ. σιντριβάνι).
[λόγ. < αρχ. ἡ πῖδαξ, αιτ. -ακα (με σφαλερή τροπή σε αρσ. αναλ. προς άλλα αρσ. -αξ > -ακας π.χ. πίναξ > πίνακας)]