Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέτσα η [pétsa] Ο25 : 1. λεπτό στρώμα σχετικά σκληρό που σχηματίζεται πάνω σε μια παχύρρευστη συνήθ. επιφάνεια· κρούστα: H ~ του γιαουρτιού. Tο γάλα έπιασε ~. 2. (προφ.) η επιδερμίδα: Ψήθηκε η ~ μου στον ήλιο. πετσούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. πέτσα < ιταλ. pezza `κομμάτι πανί για τύλιγμα΄· πέτσ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες