Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέτρα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέτρα η [pétra] Ο25 : 1α. συμπαγές και σκληρό ορυκτό που συναντάται σε μεγάλη έκταση στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του στερεού φλοιού της γης· κομμάτι από αυτό το υλικό το οποίο μπορεί να μετακινηθεί· λίθος: Οι εργάτες έσπαζαν ~ στο νταμάρι. Σκόνταψε σε μια ~. Πήρε μια ~ και του ΄σπασε το κεφάλι. Mην πετάς πέτρες στα άλλα παιδιά! Σωρός από πέτρες. Ο δρόμος ήταν γεμάτος πέτρες. (έκφρ.) τον πήραν με τις πέτρες, τον λιθοβόλησαν. θα δέσω μια ~ στο λαιμό μου, θα αυτοκτονήσω. το στομάχι του αλέθει και πέτρες ή κάποιος τρώει / αλέθει και πέτρες, για πολύ γερό στομάχι. ΦΡ ρίχνω μαύρη* ~ (πίσω μου). όποια ~ κι αν σηκώσεις* από κάτω θα τον βρεις. η ~ του σκανδάλου, η αιτία που προκα λεί σκάνδαλο, συνήθ. για μια διαμάχη, φιλονικία ή για το τρίτο πρόσωπο που παρεμβαίνει καταλυτικά σε ένα ζευγάρι. το ξέρουν κι οι πέτρες, για κτ. πασίγνωστο. στύβω* την ~. ΠAΡ ~ που κυλά* χόρτο δεν πιάνει. || ως οικοδομικό υλικό: Kουβάλησε ~ για να χτίσει. Σπίτι από ~, πέτρινο. Πελεκητή ~. (έκφρ.) πέτρα πέτρα, για σταδιακό, επίπονο χτίσιμο. δεν άφησαν / δεν έμεινε ~ πάνω στην ~, για ολοσχερή καταστροφή. β. (μτφ.) που έχει τη σκληρότητα αυτού του υλικού: Tο ψωμί έγινεδεν τρώγεται. Tο πρόσωπό του έγινε (σαν) ~, σκληρό και ανέκφραστο. || ~ είναι η καρδιά του, δε λυπάται κανένα, δε συγκινείται. ΦΡ κάνω ~ την καρδιά* μου. γ. πολύτιμες / ημιπολύτιμες πέτρες, οι πολύτιμοι / ημιπολύτιμοι λίθοι. 2. λιθώδης σχηματισμός που δημιουργείται από συσσώρευση κυρίως αλάτων και εμφανίζεται σε ορισμένα όργανα του σώματος: ~ στη χολή / στα νεφρά / στα δόντια. 3. η τσακμακόπετρα. πετρούλα η YΠΟKΟΡ. πετρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. πέτρα `βράχος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· πέτρ(α) -ούλα, -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετραδάκι το [petraδáki] Ο44α : μικρή πέτρα.

[μσν. πετραδάκι < πετρά δ(ι) -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετράδι το [petráδi] Ο44 : (οικ.) πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος: Tα πετράδια του στέμματος.

[μσν. πετράδι(ν) `μικρή πέτρα΄ < πέτρ(α) -άδιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετραρχικός -ή -ό [petrarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Iταλό ποιητή Πετράρχη: Πετραρχικό σονέτο.

[λόγ. Πετράρχ(ης) -ικός < ιταλ. Ρetrarc(a) -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετραχήλι το [petraxíli] Ο44 : ιερό άμφιο στενό και μακρύ, το οποίο φορεί ο πρεσβύτερος γύρω από τον τράχηλο όταν ιερουργεί. ΦΡ τάζω* σε κπ. λαγούς με πετραχήλια.

[μσν. πετραχήλι < ελνστ. περιτραχήλιον με απλολ. [ritra > tra] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες