Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέτο το [péto] Ο39 : σε σακάκι, σε παλτό ή και σε διάφορα γυναικεία ενδύ ματα, το γύρισμα του υφάσματος στο ύψος του στήθους, συνήθ. ως προέκταση του γιακά: Είχε καρφιτσώσει στο ~ του ένα γαρίφαλο.
[ιταλ. petto (αρχική σημ.: `στήθος΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετονιά η [petoná] & μπετονιά η [betoná] Ο24 : μακρύ και στερεό νήμα, στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένο ένα αγκίστρι και το οποίο χρησιμοποιείται για το ψάρεμα: H ~ του μπλέχτηκε σε κάτι βράχια.
[ίσως πετόν(ι) -ιά < πετ(ώ) -όνι· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετόσφαιρα η [petósfera] Ο27 : (αθλ.) πετοσφαίριση.
[λόγ. πετ(ώ) -ο- + σφαίρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετοσφαίριση η [petosférisi] Ο33 : (αθλ.) παιχνίδι κατά το οποίο οι παίχτες, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, προσπαθούν να προωθήσουν με τα χέρια την μπάλα στο χώρο του αντιπάλου, πάνω από ένα δίχτυ κάθετα τεντωμένο στη μέση του γηπέδου· βόλεϊ (μπολ): Ομοσπονδία πετοσφαίρισης.
[λόγ. πετόσφαιρ(α) -ισις > -ιση κατά το καλαθοσφαίρισις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετούμενος -η -ο [petúmenos] Ε5 : που πετά στον αέρα· συνήθ. ως συνοδευτικό του ουσιαστικού πουλί. || (ως ουσ.) τα πετούμενα, τα πουλιά.
[πετ(ώ) -ούμενος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετούνια η [petúna] Ο25 : είδος καλλωπιστικού φυτού και το αντίστοιχο λουλούδι.
[ιταλ. petunia < γαλλ. petunia < από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής]