Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέταμα το [pétama] & πέταγμα 2 το [pétaγma] στη σημ. 2 Ο49 : 1. ρίψη ενός αντικειμένου προς οποιαδήποτε κατεύθυνση: Tο ~ της πέτρας / της μπάλας. 2. ρίψη άχρηστων πραγμάτων: Tα περιοδικά αυτά είναι / δεν είναι για ~. Όλα αυτά τα παλιά αντικείμενα τα ΄χω για ~.
[-γμα: πετακ- (πετώ) 2 -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] · -μα: αποβ. του [γ] πριν από [m] ]