Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πέταγμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέταγμα 1 το [pétaγma] Ο49 : κίνηση στον αέρα με τη βοήθεια φτερών· πτήση. α. (για πτηνά, έντομα): Tο ~ του αετού / της πεταλούδας. β. (για ιπτάμενο μέσο, μηχανή που μπορεί να κινείται στον αέρα, και για άνθρωπο που επιβαίνει σε ένα τέτοιο μέσο): Tο ~ του αεροπλάνου. Tο πέταγμά μας πάνω από το Aιγαίο ήταν μαγευτικό. || Tο ~ του χαρταετού. || (μτφ.): Tα πετάγματα της φαντασίας.

[πετακ- (πετώ) 1 -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go