Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέστροφα η [péstrofa] Ο27α : είδος ψαριού των γλυκών νερών.
[βουλγ. pŭstŭrva (αρχική σημ.: `παρδαλή΄) παρετυμ. *επίστροφα (< επιστρέφω)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[βουλγ. pŭstŭrva (αρχική σημ.: `παρδαλή΄) παρετυμ. *επίστροφα (< επιστρέφω)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |