Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέστο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέστο το [pésto] Ο (άκλ.) : κόκκινη σάλτσα για τα μακαρόνια με βάση το βασιλικό και το σκόρδο.

[ιταλ. pesto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες