Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέσιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέσιμο το [pésimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πέφτω. 1α. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα υπό την επίδραση του βάρους του: ~ των φρούτων / των φύλλων από τα δέντρα. ~ των μαλλιών. β. κίνηση, πτώση από την όρθια στάση, θέση σε άλλη: Kάταγμα από ~ στο έδαφος. Tα γόνατά της ήταν πληγωμένα από τα πεσίματα. 2. (για οικονομικές αξίες) μείωση, ελάττωση: ~ των μετοχών / του τιμαρίθμου.

[μσν. πέσιμον < πεσ- (πέφτω) -ιμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες