Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέρσι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέρσι [pérsi] & πέρυσι [périsi] επίρρ. χρον. : κατά το έτος το αμέσως προηγούμενο από αυτό που διανύουμε: ~ τέτοιον καιρό. ~ τέτοια εποχή. Έχουμε να βρεθούμε από πέρυσι. Πέρυσι έγιναν οι δημοτικές εκλογές και φέτος θα γίνουν οι ευρωεκλογές. (γνωμ.) κάθε ~ και καλύτερα*, (κάθε φέτος και χειρότερα).

[ελνστ. πέρσι < αρχ. πέρυσι με συγκ. του άτ. [y] ανάμεσα σε [r] και σύμφ.· λόγ. < αρχ. πέρυσι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περσίδα η [persíδa] Ο26 : α. (πληθ.) είδος στορ (πτυσσόμενου παραπετάσματος παραθύρου) από πλαστικούς, μεταλλικούς κτλ. πήχεις (γρίλιες). β. (εν.) καθένας από αυτούς τους πήχεις.

[λόγ. < αρχ. Περσίς `Περσίδα΄ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά την αιτ. -ίδα, σημδ. γαλλ. persienne (επειδή νόμιζαν πως το στορ χρησιμοποιούνταν στην Περσία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περσικός -ή -ό [persikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες· (πρβ. ιρανικός): Aρχαίος ~ πολιτισμός. Οι περσικοί πόλεμοι, οι πόλεμοι Ελλήνων και Περσών κατά την κλασική αρχαιότητα. H περσική γλώσσα. || (ως ουσ.) η περσική, τα περσικά, η περσική γλώσσα. περσικά ΕΠIΡΡ στην περσική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < αρχ. Περσικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περσινός -ή -ό [persinós] & περυσινός -ή -ό [perisinós] Ε1 : που υπήρξε, συνέβη κτλ. κατά το έτος το αμέσως προηγούμενο από αυτό που τώρα διανύουμε: Tα περσινά γεγονότα. Tο περσινό καλοκαίρι. || Tο φόρεμά μου είναι περσινό, το αγόρασα πέρυσι. ΦΡ περσινά ξινά σταφύλια, για γεγονός του παρελθόντος που καμία πλέον δεν έχει σημασία.

[ελνστ. περσινός < αρχ. περυσινός κατά το πέρυσι > πέρσι· λόγ. < αρχ. περυσινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες