Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέρδικα η [pérδika] Ο28 : πτηνό που ανήκει στα ορνιθόμορφα, με μικρό κεφάλι, μικρό και οξύ ράμφος, κοντές και στρογγυλές φτερούγες, κοντή ουρά και χαμηλά πόδια· είναι γνωστότατο θήραμα και εκλεκτό έδεσμα: H πεδινή ~. H ορεινή ~, πετροπέρδικα. || σε παρομοιαστικές εκφράσεις που επαινούν εξωτερική ομορφιά γυναίκας: Όμορφη / καμαρωτή σαν ~. Περπατεί σαν ~, καμαρωτά και χαριτωμένα.
περδίκι* το YΠΟKΟΡ. περδικούλα* η YΠΟKΟΡ. περδικάκι* το YΠΟKΟΡ. [μσν. πέρδικα < αρχ. πέρδιξ, αιτ. -ικα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περδικάκι το [perδikáki] Ο44α : 1. είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού. 2. νεοσσός πέρδικας, μικρή πέρδικα· περδικούλα, περδίκι.
[2: πέρδικ(α) -άκι· 1: ελνστ. περδίκ(ιον) -άκι, αρχ. σημ.: `μικρή πέρδικα΄]