Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέραν [péran] επίρρ. : (λόγ., με γεν.) 1. δηλώνει προσθήκη· εκτός: ~ τούτου έχεις να προσθέσεις κάτι; 2. δηλώνει υπέρβαση κάποιου ορίου: Είναι ~ των δυνάμεών μου.
[λόγ. < αρχ. πέραν]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περαντζάδα η [perandzáδa] Ο26 : (προφ.) βόλτα με τα πόδια σε συγκεκριμένη διαδρομή που επαναλαμβάνεται: Άρχισε πάλι τις περαντζάδες έξω από το σπίτι της. Έχει καλή ~ και μαζεύεται η νεολαία της περιοχής, για μέρος από το οποίο περνάει πολύς κόσμος.
[ίσως *περάντζ(α) -άδα < πέρ(α) -άντζα (σύγκρ. μπροστάντζα)]