Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέπλος ο [péplos] Ο18 : 1α. αρχαίο ελληνικό ρούχο, μακρύ και χωρίς μανίκια, που το συγκρατούσαν στους ώμους και το έσφιγγαν στη μέση: Γυναικείος ~. Οι πτυχές του πέπλου. || Ο ~ της Aθηνάς, σημαντικό στοιχείο της πομπής των Παναθηναίων. β. (λόγ.) το πέπλο1: Nυφικός ~. 2. (επιστ.) για όργανα κτλ. που μοιάζουν με ύφασμα και καλύπτουν κτ.: (ζωολ., βοτ.): Ο μερικός / καθολικός ~ των μυκήτων. || (ανατ., παρωχ.) το περιτόναιο. 3. (μτφ.) α. για ό,τι βρίσκεται πάνω ή γύρω από κτ. με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η θέα: Ένας ~ ομίχλης σκεπάζει την κοιλάδα. Tο χωριό καλυπτόταν από έναν πέπλο καπνού. β. για ό,τι εμποδίζει την κατανόηση, τη σαφή αντίληψη ή την εξήγηση μιας κατάστασης: Ένας ~ μυστηρίου / σιωπής. Οι ενέργειες της αντικατασκοπείας καλύπτονται από έναν πέπλο μυστικότητας.
[λόγ. < αρχ. πέπλος & σημδ. γαλλ. voile]