Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέος το [péos] Ο46 : (ανατ.) αντρικό όργανο περίπου κυλινδρικού σχήματος, με το οποίο γίνεται η συνουσία: Bάλανος / χαλινός του πέους. Mήκος του πέους. ~ σε κατάσταση στύσης. || το αντίστοιχο όργανο άλλων ζώων.
[λόγ. < αρχ. πέος]