Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πένθος το [pénθos] Ο46 : μεγάλη θλίψη εξαιτίας θανάτου αγαπητού, προσφιλούς κτλ. προσώπου: Bαθύτατο ~. Εθνικό ~. || χρονικό διάστημα κατά το οποίο τηρεί κανείς ορισμένες τυπικές συμπεριφορές δηλωτικές πένθους: Έχει ~ και δε θα γιορτάσει. || εξωτερικό σημείο δηλωτικό πένθους (μαύρη ταινία στο πέτο ή μαύρο περιβραχιόνιο): Φορώ ~.
[λόγ. < αρχ. πένθος]