Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πένθιμος -η -ο [pénθimos] Ε5 : 1. δηλωτικός πένθους: Πένθιμα ενδύματα. Πένθιμη ενδυμασία. Πένθιμη μουσική. 2. (μτφ.) κατηφής, θλιμμένος: Πένθιμο ύφος. Tα πένθιμα δειλινά του φθινοπώρου.
[λόγ. < αρχ. πένθιμος]