Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πένα 1 η [péna] Ο25 : I1α. μικρό οξύ έλασμα που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, όταν ακόμη έγραφαν με υγρό μελάνι, προσαρμόζοντάς το στην άκρη κονδυλοφόρου ή στιλογράφου μελάνης: Xρυσή ~. β. μικρό οξύ έλασμα, προσαρμοσμένο στην άκρη στιλογράφου μελάνης. || (επέκτ.) στιλογράφος μελάνης με πένα. γ. (μτφ.) η ικανότητα κάποιου να γράφει, η συγγραφική ικανότητα: Έχει (καλή / γερή / δυνατή) ~, έχει την ικανότη τα, ξέρει και γράφει καλά. (έκφρ.) άνθρωπος της πένας, που ασχολείται με συγγραφική εργασία. ΦΡ πληρωμένη ~, για πρόσωπο που, από ιδιοτέλεια, υποστηρίζει με δημοσιεύματά του απόψεις που δεν τις πιστεύει· ΣYN ΦΡ πληρωμένος κονδυλοφόρος. 2. μικρό λεπτό πλακίδιο (συνήθ. από κόκαλο ή μέταλλο) με το οποίο χτυπούν τις χορδές μουσικού οργάνου. ΦΡ στην ~, με πολλή φροντίδα σε κάθε λεπτομέρεια: Nτύνεται / στολίζεται στην ~· ΣYN ΦΡ στην τρίχα. II. (ναυτ.) είδος τριγωνικού ιστίου βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου, καθώς και μικρό σκάφος με τέτοιο ιστίο.
πενάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I. [ιταλ. penna (αρχική σημ.: `φτερό΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πένα 2 η : α. υποδιαίρεση της παλιάς αγγλικής λίρας ίση με το 1/240 αυτής ή με το ένα δωδέκατο του σελινίου. β. υποδιαίρεση της σημερινής αγγλικής λίρας, ίση με το ένα εκατοστό της.
[αγγλ. penn(y) -α κατά το λίρα(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέναλτι το [pénalti] & (προφ.) μπέναλτι το [bénalti] Ο (άκλ.) : είδος ποινής στο ποδόσφαιρο· το δικαίωμα που δίνεται σε μια ομάδα να επιχειρήσει την επιτυχία τέρματος, κλοτσώντας την μπάλα από ορισμένη μικρή απόσταση προς την εστία των αντιπάλων που διέπραξαν σοβαρή παράβαση των κανόνων του παιχνιδιού: Ο διαιτητής σφύριξε ~ σε βάρος της ομάδας μας. Ο διαιτητής έδωσε ~, στη μια ομάδα, επειδή η άλλη παρέβη κανόνα.
[αγγλ. penalty (αρχική σημ.: `τιμωρία΄)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα]