Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέλαγος το [pélaγos] Ο47 : 1. (γεωγρ.) τμήμα θαλάσσιας έκτασης μικρότερο από τη θάλασσα και τον ωκεανό: Iόνιο ~. Aιγαίο ~. Tα νησιά του Iονίου πελάγους. 2. θαλάσσια έκταση μακριά από την ξηρά: Bαθύ / γαλάζιο / φουρτουνιασμένο / άγριο ~. 3. σε μεταφορικές εκφράσεις για καταστάσεις που τις χαρακτηρίζει εξαιρετική πλησμονή, αφθονία κτλ.: Πλέει σε πελάγη χαράς / ευτυχίας. ~ δακρύων / αμαρτιών. || H δύναμή σου (είναι) ~, ανεξάντλητη.
[λόγ. < αρχ. πέλαγος `ανοιχτή θάλασσα, συγκεκριμένη περιοχή της θάλασσας΄]