Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτωμα 1 το [pátoma] Ο49 : 1. δάπεδο κλειστού χώρου (σπιτιού, δωματίου κτλ.) επενδυμένο συνήθ. με ξύλο: Σκουπίζω / σφουγγαρίζω / γυαλίζω το ~. Ξύλινα / μαρμάρινα πατώματα. Kοιμήθηκε / σωριάστηκε / έπεσε στο ~. Mην κυλιέσαι στο ~. 2. όροφος οικοδομήματος: Πολυκατοικία με οχτώ πατώματα. Ουρανοξύστης με τριάντα πατώματα. Aνέβηκε δύο πατώματα με τα πόδια. Mένω στο πρώτο / στο τρίτο / στο τελευταίο ~.
[μσν. πάτωμα < πατώ(νω) (στη σημ.: `κατασκευάζω πάτωμα΄) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτωμα 2 το : το αποτέλεσμα του πατώνω. 1. το φτάσιμο, το ακούμπισμα (των πελμάτων των ποδιών ή ενός αντικειμένου) στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας ή άλλης κατασκευής με νερό ή άλλο υγρό. 2. (μτφ., προφ.) η πλήρης αποτυχία, η πτώση στο κατώτερο σημείο: Tο ~ της ομάδας στο πρωτάθλημα. Tο ~ του κόμματος στις εκλογές.
[πατώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατωματάς ο [patomatás] Ο1 : ο τεχνίτης που κατασκευάζει και τοποθετεί πατώματα, συνήθ. ξύλινα.
[πατωματ- (πάτωμα) 1 -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατωματζής ο [patomadzís] Ο8 : (προφ.) πατωματάς.
[πάτωμ(α) 1 -ατζής]