Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάτσι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάτσι [pátsi] επίρρ. τροπ. : (προφ.) ίσα (ίσα), κατά τρόπο που εξισώνει κτ., που ανταποδίδει τα ίσα: Είμαστε / γίναμε / ήρθαμε ~, πατσίσαμε. || (έκφρ.) στο ~, κατά τρόπο που να εξισώνει, να ισοφαρίζει. φέρνω κτ. / έρχομαι ~ και πόστα, εξισώνω, ισοφαρίζω κτ.

[ίσως ιταλ. pace `ειρήνη΄, πρβ. φρ. (νότ. διάλ.) siamo pace `είμαστε ισόπαλοι΄ ( [e > i] ;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατσιές οι [patsxés] Ο24 : (προφ.) α. αρνίσιος ή κατσικίσιος πατσάς. β. (λαϊκ.) πατσάς3. πατσίτσες οι YΠΟKΟΡ.

[πατσ(ά) -ιά στον πλήθ.· πατσ(ιά) -ίτσα στον πληθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατσίζω [patsízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) ισοφαρίζω, εξισώνω κτ. ή ανταπο δίδω τα ίσα: Πατσίσαμε τη διαφορά. Mε έβρισε, τον έβρισα και πατσίσαμε.

[πάτσ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες