Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάτρονας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάτρονας ο [pátronas] Ο5 : 1. αυτός που πατρονάρει, που κατευθύνει και προστατεύει ή προωθεί κπ. ή κτ. (συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς): Οι πάτρονες του συνδικαλιστικού / του φοιτητικού / του εργατικού κινήματος. 2. (ιστ.) στην αρχαία Ρώμη, ο πολίτης που προστάτευε πρώην δούλο του και τον εκπροσωπούσε στις υποχρεώσεις του απέναντι στην πολιτεία.

[λόγ. < ελνστ. πάτρων, αιτ. -ωνα `προστάτης΄ < λατ. patronus (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες