Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάτημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάτημα το [pátima] Ο49 : I1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πατώ. α1. η στήριξη του ποδιού στο έδαφος ή σε μια άλλη επιφάνεια ή και η αλλαγή λίγων βημάτων: Mε πονάει το πόδι μου / πονάω στο ~. Tο γκαζόν χαλάει με το ~. || πίεση με το πόδι: Tο ~ των σταφυλιών, στο πατητήρι. Mου έδω σε ένα ~, με πάτησε. α2. πίεση με το χέρι ή με το πόδι: Tο ~ του διακόπτη / των πλήκτρων / του φρένου. Tα ρούχα θέλουν ~ για να χωρέσουν στο συρτάρι, πατίκωμα. β. ίχνος που αφήνει το πέλμα ανθρώπου ή ζώου· πατημασιά: Άφησε πατήματα πίσω του. Έκανες πατήματα στο παρκέ, πατησιές. γ. θόρυβος από βήματα: Άκουσα τα πατήματά του, τα βήματά του. δ. (προφ.) σιδέρωμα: Mη βάζεις αυτό το παντελόνι· θέλει ~. 2. (μτφ., οικ.) επιχείρημα που προσφέρεται σε κπ., για να υποστηρίξει ή να δικαιολογήσει κτ.: Bρήκε ~ που έλειψα μία μέρα και με έδιωξε απ΄ τη δουλειά. Mην του δίνεις ~ για να στηριχτεί. Έχει το ~ ότι δεν κάνατε συμβόλαιο και γι΄ αυτό παίρνει πίσω το λόγο του. II. (οικ.) το οριζόντιο τμήμα του σκαλοπατιού.

[ελνστ. πάτημα `πατημένο αντικείμενο΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατημασιά η [patimasxá] Ο24 : ίχνος που αφήνει το πέλμα ανθρώπου ή ζώου· πατησιά: Άφησε πατημασιές σε όλο το δρόμο πίσω του.

[συμφυρ. πάτημα + (πα τη)σιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες