Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάτερο το [pátero] Ο41 : μεγάλο ξύλινο δοκάρι που στηρίζει άλλα μικρότερα δοκάρια της στέγης ή τις σανίδες του πατώματος· πατόξυλο. ΦΡ κολοκύθια* στο ~.
[μσν. πατερόν < πάτ(ος) -ερόν (μετακ. του τόνου;)]