Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάταγος ο [pátaγos] Ο20 : 1. πολύ δυνατός θόρυβος που τον προκαλεί η πτώση από μεγάλο ύψος ή το απότομο χτύπημα ενός σώματος επάνω σε κάποιο άλλο: H στέγη κατέρρευσε με πάταγο. Έκλεισε την πόρτα με πάταγο. 2. (μτφ.) η πολύ μεγάλη, θετική ή αρνητική εντύπωση και οι έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις που προκαλεί ένα γεγονός στην κοινή γνώμη· θόρυβος2α·: H εκρηκτική της εμφάνιση έκανε πάταγο. H ταινία του / το βιβλίο του έκανε πάταγο. Aποκαλύψεις που θα δημιουργήσουν πάταγο.
[λόγ. < αρχ. πάταγος]