Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάστα η [pásta] Ο25 : I. είδος ατομικού γλυκίσματος με βάση το παντεσπάνι, την κρέμα ζαχαροπλαστικής και τη σαντιγί, που παρασκευάζεται κυρίως στα ζαχαροπλαστεία: ~ σοκολάτας / αμυγδάλου. II. γενική ονομασία για τους διάφορους τύπους ζυμαρικών. III1. γενική ονομασία για μαλακή ή εύπλαστη μάζα που σχηματίζεται από την ανάμειξη διάφορων υλικών: ~ για τα δόντια, οδοντόπαστα. ~ για το γυάλισμα των παπουτσιών, βερνίκι. 2. (μτφ.) τα έμφυτα κυρίως στοιχεία που συγκροτούν το χαρακτήρα του ανθρώπου: Είναι παιδί από καλή ~, που όμως δεν πήρε καλή αγωγή. Όταν ο άνθρωπος είναι (από) κακή ~, δεν αλλάζει εύκολα. Είναι (καμωμένος) από την ίδια ~ με κπ., έχει μεγάλες ομοιότητες στο χαρακτήρα με κπ. άλλον.
παστάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I. παστού λα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I. [αντδ. < ιταλ. pasta < υστλατ. pasta < ελνστ. τά παστά `είδος κρέμας΄· πάστ(α) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάστα φλόρα η [pásta flóra] Ο25α : γλύκισμα που παρασκευάζεται με ζύμη ζαχαροπλαστικής, η οποία στρώνεται σε ταψί, καλύπτεται με ένα στρώμα μαρμελάδας και διακοσμείται με λεπτές λωρίδες από την ίδια ζύμη, που τοποθετούνται σταυρωτά έτσι ώστε να σχηματίζουν ρόμβους.
[ιταλ. pasta frolla με μετάθ. του [r] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παστάδα η [pastáδa] Ο26 : (λογοτ.) η κρεβατοκάμαρα των νεονύμφων, συνήθ.: Nυ(μ)φική ~.
[λόγ. < αρχ. παστάς, αιτ. -άδα (πρβ. μσν. παστάδα)]