Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάσα [pása] αντων. αόρ. (άκλ.) : (λαϊκ.) κάθε: Ο ~ άνθρωπος. Aνταμώνουν ~ βράδυ και γλεντάνε.
[< πασαένας κατά το κάθε ένας - κάθε]
- πάσα η [pása] Ο25α : 1. μεταβίβαση της μπάλας (ή ανάλογου αντικειμένου) από έναν παίχτη σε άλλο: Δίνω ~ σε κπ., του μεταβιβάζω την μπά λα. Ο αμυντικός έδωσε ~ στον έξω δεξιά κι αυτός έβαλε γκολ. Παίζουν πάσες, παίζουν χτυπώντας την μπάλα ο ένας προς τον άλλο. 2. (λαϊκ.) μεταβίβαση: Kάνω ~ κτ. σε κπ., του το πασάρω, δηλαδή του το δίνω, το μεταβιβάζω ή τον βοηθώ να το αποκτήσει ή να το πετύχει.
[πασ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.) και με ενίσχυση από το αγγλ. pass]
- πασαβιόλα η [pasavjóla] & μπασαβιόλα η [basavjóla] Ο25 : το κοντραμπάσο.
[ιταλ. basso di viola με παράλειψη της πρόθ. και τροπή του επιθ. σε θηλ. κατά τη λ. viola και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]
- πασαένας ο [pasaénas] & πασαείς ο [pasaís] αντων. αόρ. (χωρίς πληθ.) : (λαϊκ.) ο καθένας.
[μσν. πασαείς από το θηλ. πάσα μία (δες πας) με μεταφορά στο αρσ. κατά το κάθε μία, κάθε ένας, και εξέλ. κατά το εις > ένας]
- πασάλειμμα το [pasálima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πασαλείφω. 1α. πρόχειρο ή άτεχνο άλειμμα μιας επιφάνειας ιδίως με βαφή: ~ του τοίχου / των μαλλιών. Επιμένει να δεχόμαστε τα πασαλείμματά του για ζωγραφική. β. λέρωμα μιας επιφάνειας: ~ των χεριών / των ρούχων με λάσπες. 2. (μτφ.) βιαστική, πρόχειρη ή επιπόλαιη εργασία ή γενικά ενέργεια: ~ των μαθημάτων. Δεν μπορείς να τελειώσεις το πανεπιστήμιο με πασαλείμματα. || το σχετικό αποτέλεσμα: Ένα ~ με μοντέρνες ιδέες. ~ γλωσσομάθειας. Πασαλείμματα!, ως χαρακτηρισμός.
[πασαλείφ(ω) ή πασαλείβ(ω) -μα με αποβ. του χειλοδοντικού πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άλειμμα)]
- πασαλείφω [pasalífo] -ομαι & πασαλείβω [pasalívo] -ομαι Ρ4 : 1α. αλείφω πρόχειρα ή άτεχνα μια επιφάνεια, ιδίως βάφοντάς την: Ο ελαιοχρωματιστής πασάλειψε τους τοίχους κι έφυγε. Mαλλιά πασαλειμμένα με μπριγιαντίνη. Πασαλείβει το πρόσωπό της / πασαλείβεται όλη μέρα, μακιγιάρεται. || (επέκτ., ειρ. για ζωγραφική): Πασαλείβει μουσαμάδες. β. λερώνω μια επιφάνεια με κτ.: Πασάλειψε τα χέρια του με μελάνη / τα χείλη του με σοκολάτα. 2. (μτφ.) κάνω κτ. βιαστικά, πρόχειρα ή επιπόλαια κι επομένως όχι σωστά: Όλα τα πασαλείφει, τίποτα δεν κάνει όπως πρέπει. || ιδίως για πνευματική δραστηριότητα: Πασάλειψε τα μαθήματά του και νομίζει ότι είναι διαβασμένος. Είναι πασαλειμμένος με μοντέρνες ιδέες.
[ελνστ. πισσαλοιφῶ `αλείφω με πίσσα΄ > *πασαλοιφώ (υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ) > πασαλείφω παρετυμ. αλείφω· μεταπλ. κατά το αλείφω > αλείβω]
- πασαλίκι το [pasalíki] Ο44 : 1. (ιστ.) διοικητική υποδιαίρεση της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας: Tο ~ των Tρικάλων / της Θεσσαλονίκης. 2. το αξίωμα, η ιδιότητα του πασά: Ο σουλτάνος δίνει / αφαιρεί το ~.
[τουρκ. paşalιk -ι]
- πασαμέντο το [pasaménto] Ο39 : (τεχν.) στενή λωρίδα από ξύλο, από μάρμαρο κτλ., που τοποθετείται στον τοίχο σε ύψος ενός περίπου μέτρου από το δάπεδο και παράλληλα με αυτό. || (σπάν.) σοβατεπί.
[ιταλ. (διαλεκτ.) *passamento < γαλλ. passement `πολυτελές ύφασμα που μπαίνει σαν στολίδι σε έπιπλα΄]
- πασαπόρτι το [pasapórti] Ο44 : (λαϊκ.) το διαβατήριο. ΦΡ δίνω σε κπ. ~, τον διώχνω. παίρνει κάποιος ~, διώχνεται.
[ιταλ. αρσ. passaporto (< γαλλ. passeport), πληθ. passaporti που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
- πάσαρα η [pásara] Ο27 : (ναυτ.) είδος στενόμακρης ελαφριάς βάρκας.
[βεν. passara]