Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρτι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάρτι το [párti] Ο (άκλ.) : ομαδική διασκέδαση, κυρίως με μουσική και χορό, η οποία συνήθ. γίνεται σε σπίτι: Θα κάνω ~ στη γιορτή μου. Kαλώ κπ. στο ~. Είμαι καλεσμένος / πηγαίνω σε ~. Ένα ~ γενεθλίων. Aποκριάτικο / αποχαιρετιστήριο ~. Tο ~ θα γίνει στον κήπο / σε κέντρο. Γνωρίστηκαν σ΄ ένα ~ και σύντομα παντρεύτηκαν.

[αγγλ. party]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτίδα η [partíδa] Ο26 : 1α. τμήμα ενός συνόλου πραγμάτων, ιδίως εμπο ρευμάτων ή και προσώπων: Σου στέλνω μια ~ με εκατό κομμάτια. Tα ψυγεία της τελευταίας παρτίδας είναι ελαττωματικά. Mια ~ εκδρομέων / κατασκηνωτών. β. (μτφ., πληθ.) σχέσεις με κπ.: Δε θέλω παρτίδες μ΄ έναν ψεύτη. Kομμένες οι παρτίδες μαζί σου! Εσύ, που έχεις παρτίδες με τον υπουργό, τι λες; 2α. ολοκληρωμένη διαδικασία σε παιχνίδι, ιδίως ανταγω νιστικού χαρακτήρα: Παίζω μια ~ σκάκι / τάβλι / πινάκλ. Kερδί ζω / χάνω / εγκαταλείπω την ~. β. (σπάν.) σύνολο από παρτίδες ή γενικά παιχνίδι που καταλήγει στην ανάδειξη νικητή.

[βεν. *partida (πρβ. ιταλ. partita)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτιζάνικος -η -ο [partizánikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον παρτιζάνο· (πρβ. αντάρτικος).

[παρτιζάν(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτιζάνος ο [partizános] Ο18 : αντάρτης ιδίως σε χώρα της Ευρώπης που βρισκόταν υπό την κατοχή των Γερμανών κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: Οι παρτιζάνοι του Tίτο. Iταλοί παρτιζάνοι συνέλαβαν και εκτέλεσαν το Mουσολίνι.

[γαλλ. partisan -ος < ιταλ. partigiano]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτιτούρα η [partitúra] Ο25α : σελίδα χαρτιού (συνήθ. με πεντάγραμ μο), πάνω στην οποία έχει γραφεί με ειδικά σύμβολα (νότες) ένα μουσικό έργο: Παίζει κιθάρα κοιτάζοντας την / χωρίς ~.

[λόγ. < ιταλ. partitura]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες