Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρλα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάρλα η [párla] Ο25α : (οικ.) ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία χωρίς νόη μα: Πιάσανε πάλι την ~.

[παρλ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρλαπίπα η [parlapípa] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ως χαρακτηρισμός λόγων ανόητων, φλύαρων και κομπαστικών.

[γερμ. papperlapap (ηχομιμ.) παρετυμ. πάρλα και ίσως πίπα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρλαπίπας ο [parlapípas] Ο3 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά φλύαρου, ανόητου και κομπαστή· φαφλατάς.

[παρλαπίπ(α) -ας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρλάρω [parláro] Ρ6α : (οικ.) φλυαρώ.

[αντδ. < ιταλ. parlar(e) `μιλώ΄ < γαλλ. parler < μσνλατ. parabolare < υστλατ. parabola `παραβολή του Χριστού, ομιλία΄ < ελνστ. παραβολή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρλάτα η [parláta] Ο25α : σε επιθεωρησιακής συνήθ. μορφής θεατρική παράσταση, μονόλογος του ηθοποιού, συχνά με τη συνοδεία μουσικής.

[ιταλ. parlata `φλύαρη ομιλία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες