Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάρκο 1 το [párko] Ο39 : ανοικτός δημόσιος χώρος διαμορφωμένος σε κή πο ή μικρό δασάκι: Θα βρεθούμε στο ~ δίπλα στο σπίτι σου. || Εθνικό ~, εκτεταμένη περιοχή η οποία διατηρείται στη φυσική της κατάσταση και στην οποία προστατεύεται η χλωρίδα και η πανίδα. || Aρχαιολογικό ~, χώρος ανοικτός για την έκθεση και προβο λή των αρχαιολογικών ευρημάτων τα οποία έχουν βρεθεί επιτόπου, διαμορφωμένος σε πάρκο, με πράσινο και χώρους αναψυχής. || Bιομηχανικό ~, βιομηχανική ζώνη στην οποία οι εγκαταστάσεις βρίσκονται μέσα σε χώρο διαμορφωμένο σε πάρκο.
παρκάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. parco]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάρκο 2 το : ξύλινη ή πλαστική συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλεται από κάγκελα ή πλέγμα, και μέσα στην οποία παίζει το βρέφος.
[λόγ. < πάρκο 1 σημδ. γαλλ. parc]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρκόμετρο το [parkómetro] Ο42 : ειδικό όργανο που τοποθετείται συνήθ. στο ρείθρο πεζοδρομίου, για να μετρά και να ελέγχει το χρόνο στάθμευσης των αυτοκινήτων.
[λόγ. < γαλλ. parcomètre < parc (για αυτοκίνη τα, πρβ. παρκάρω) -ο- + -mètre = -μετρον]