Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρισο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάρισο το [páriso] Ο41 : ρητορικό σχήμα λόγου, το ισόκωλο.

[λόγ. < αρχ. πάρισον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες