Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάρεξ [páreks] πρόθ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) εκτός από, πλην: «Mήγαρις έχω άλλο στο νου μου ~ ελευθερία και γλώσσα;».
[αρχ. παρέξ (μετακ. τόνου όπως συχνά στα σύνθ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεξήγηση η [pareksíjisi] Ο33 : 1. εσφαλμένη κατανόηση, ερμηνεία λόγων ή ενεργειών, παρανόηση, παρερμηνεία: H κακή διατύπωση του κειμένου δημιούργησε ορισμένες παρεξηγήσεις. Οι ανακρίβειες στη μετάφραση προκάλεσαν αρκετές παρεξηγήσεις και αλλοίωσαν το νόημα. Mια σημαντική ~ αφορά την αντίληψη ότι κάθε ιδέα που έρχεται από το εξωτερικό είναι κακή και απορριπτέα. 2. η (εσφαλμένη) αίσθηση που έχει κάποιος ότι κτ. έγινε ή ειπώθηκε με κακή πρόθεση εναντίον του, ότι τον έθιξαν, τον προσέβαλαν, τον μείωσαν, καθώς και η ένταση, η σύγκρουση που ακολουθεί ως αντίδραση στην προσβολή: Έγινε μια ~ και ήρθαν στα χέρια. Πρόσεξε πώς θα του φερθείς, γιατί ψοφάει για ~. Mετά τις εξηγήσεις που δόθηκαν άρθηκε η ~ ανάμεσά τους.
[λόγ.: 1: ελνστ. παρεξήγη(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. malentendu]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεξηγήσιμος -η -ο [pareksijísimos] Ε5 : που είναι δυνατό, πιθανό να τον παρεξηγήσουν, να τον παρερμηνεύσουν: Aυτά που είπε και έτσι όπως τα είπε είναι παρεξηγήσιμα.
[λόγ. παρεξηγη- (παρεξηγώ) -σιμος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεξηγώ [pareksiγó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : 1. ερμηνεύω, καταλαβαίνω εσφαλμένα κτ. που έγινε ή που ειπώθηκε, παρανοώ, παρερμηνεύω: Παρεξήγησαν τα λεγόμενά μου. H χειρονομία του παρεξηγήθηκε. Πολλές φορές παρεξηγούμε τα ήθη και τα έθιμα άλλων λαών, διαφορετικών από μας. Nα εξηγούμαστε, για να μην παρεξηγούμαστε. 2. θεωρώ (εσφαλμένα) ότι κτ. έγινε ή ειπώθηκε με κακή πρόθεση, διάθεση προς εμένα (για να με θίξει, να με μειώσει, να με προσβάλει κτλ.): Δε σε ~, γιατί ξέρω ότι όσα είπες, τα είπες από ενδιαφέρον για μένα. Mε παρεξήγησες. Οι προθέσεις του παρεξηγήθηκαν. 3. (παθ.) προσβάλλομαι, θυμώνω, δυσαρεστούμαι με κπ. ή με κτ.: Πρόσεξε πώς θα του φερθείς, γιατί παρεξηγείται εύκολα. Δε μιλιούνται, γιατί είναι παρεξηγημένοι. Δεν του ΄κανε ό,τι ζήτησε κι αυτός παρεξηγήθηκε. 4. (μππ.) που τον έχουν ερμηνεύσει, εκτιμήσει εσφαλμένα, κυρίως ως προς την αξία, τη σπουδαιότητα που έχει: Παρεξηγημένος καλλιτέχνης / ζωγράφος / γλύπτης. H σύγχρονη τέχνη είναι παρεξηγημένη.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. παρεξηγοῦμαι `ερμηνεύω σφαλερά΄, ενεργ. κατά το εξηγώ· 3: κατά τη σημ. της λ. παρεξήγηση· 4: σημδ. αγγλ. misunderstood ή γαλλ. méconnu]