Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρεδρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάρεδρος ο [páreδros] Ο19 θηλ. πάρεδρος [páreδros] Ο36 : αυτός που αναπληρώνει, που αντικαθιστά κάποιον δημόσιο λειτουργό σε ορισμένα καθήκοντά του. α. στη δικαστική λειτουργία: ~ πρωτοδικών, ο κατώτερος βαθμός δικαστή. Δικαστικός ~, δικηγόρος που αντικαθιστά ειρηνοδίκη. β. υπαλληλική βαθμίδα στη δημόσια διοίκηση: ~ Ελεγκτικού Συνεδρίου / Συμβουλίου Επικρατείας.

[λόγ. < αρχ. πάρεδρος `που κάθεται πλάι, βοηθός στη δικαστική κρίση΄ σημδ. γαλλ. assesseur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες