Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάπλωμα το [páploma] Ο49 : χοντρό κλινοσκέπασμα γεμισμένο με πούπουλο, βαμβάκι, υαλοβάμβακα ή άλλο υλικό: Tο χειμώνα σκεπάζομαι με ~. ΦΡ τον πλάκωσε το ~, για κπ. που κοιμάται πολύ, που αργεί να ξυπνήσει. ο καβγάς είναι για το ~, η πραγματική, η κρυμμένη αιτία της διαφοράς, της διαμάχης είναι το συμφέρον, η ιδιοτέλεια. ΠAΡ ΦΡ ν΄ απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το ~, να ενεργείς σύμφωνα με τις δυνατότητές σου.
παπλωματάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. πάπλωμα < *επάπλωμα (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < εφάπλωμα < ελνστ. ἐφαπλω- (ἐφαπλῶ `απλώνω επάνω΄) -μα με νέα ανάλ. εφ- > επ- (σύγκρ. μσν. επαπλώνω < ἐφαπλῶ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάπλωμα το· απάπλωμαν· πάπλωμαν.
-
— Βλ. και εφάπλωμα και υφάπλωμα.
- Πάπλωμα:
- Αφήνω τση Ζαμπέτας … ένα στρωμάτσο, ένα πάπλωμα … (Διαθ. 17. αι. 9133)·
- (σε μεταφ.):
- βουτσί είχα προσκέφαλον και πάπλωμα την σκάφη (Κρασοπ. L 72).
[<ουσ. επάπλωμα (13.-14. αι.) <εφάπλωμα με αφομ.· πβ. και επαπλώνω (βλ. λ.). Ο τ. απάπλωμαν σε έγγρ. του 11. αι. Ο τ. πάπλωμαν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (‑πλο‑) και σήμ.]
- Πάπλωμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπλωματάδικο το [paplomatáδiko] Ο41 : εργαστήριο όπου κατασκευάζονται, επιδιορθώνονται ή και πουλιούνται παπλώματα, στρώματα και μαξιλάρια.
[παπλωματ(άς) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπλωματάς ο [paplomatás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει, που επιδιορθώνει ή και πουλάει παπλώματα, στρώματα και μαξιλάρια.
[παπλωματ- (πάπλωμα) -άς]
[Λεξικό Κριαρά]
- παπλωματάς ο.
-
- Αυτός που κατασκευάζει ή πουλά παπλώματα:
- Δεν έμαθα παπλωματάς, δεν έμαθα τσαγγάρης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1207).
[<ουσ. πάπλωμα + κατάλ. ‑άς. Λ. παπλωματάρης σε έγγρ. του 16. αι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αυτός που κατασκευάζει ή πουλά παπλώματα: