Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάνω, επίρρ.,
- βλ. επάνω.
- πανωβελονιά η [panoveloná] Ο24 : είδος βελονιάς.
[πανω- + βελονιά]
- πανωκαλήμαυκο το [panokalímafko] & πανωκαμήλαυκο το [panokamí lafko] Ο40 : (προφ.) το μαύρο κομμάτι ύφασμα που φορούν οι επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες (της ορθόδοξης εκκλησίας) πάνω από το καλημαύχι· επανωκαλήμαυχο.
[< επανωκαλήμαυχο με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το επάνω > πάνω και ανομ. τρόπου άρθρ. [fx > fk] · μσν. *επανωκαμήλαυκον (πρβ. μσν. απανωκαμήλαυκον κατά το επάνω > απάνω) < επάνω + καμηλαύκ(ι) -ον]
- πανωκάπουλα [panokápula] επίρρ. : (λαϊκότρ.) καβάλα στα καπούλια ζώου.
[πανω- + καπούλ(ια) επίρρ. -α]
- πανωλεθρία η [panoleθría] Ο25 : πλήρης όλεθρος, παντελής καταστροφή ή ήττα: H ~ των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παθαίνω ~, καταστρέφομαι ή ηττώμαι ολοκληρωτικά. Οικονομική ~, καταστροφή. Εκλογική ~, ήττα.
[λόγ. < αρχ. πανωλεθρία]
- πανωλεθρία η.
-
- Ολοκληρωτική καταστροφή, τέλεια εξόντωση:
- (Δούκ. 3812).
[αρχ. ουσ. πανωλεθρία. Η λ. και σήμ.]
- Ολοκληρωτική καταστροφή, τέλεια εξόντωση:
- πανωλεθρίως, επίρρ.
-
- Ανόσια, αποτρόπαια:
- κατέσφαξαν τους πάντας … σφάττων των ανδρών πανωλεθρίως (Ερμον. Χ 256).
[<επίθ. πανωλέθριος. Η λ. τον 5. αι. (TLG)]
- Ανόσια, αποτρόπαια:
- πανώλη η [panóli] Ο30α : (ιατρ.) οξεία λοιμώδης και συνήθ. θανατηφόρος νόσος· πανούκλα: Επιδημία πανώλης.
[λόγ. πανώλης η με προσαρμ. στο κλιτ. σύστημα της δημοτ. < αρχ. επίθ. πανώλης `καταστροφικός΄ (παρετυμ. του πανούκλα)]
- πανωπροίκι το [panopríki] & απανωπροίκι το [apanopríki] Ο44 : (λαϊκότρ.) ό,τι προσφέρεται επιπλέον συμφωνημένης προίκας. || (προφ., λαϊκ.) προμήθεια επιπλέον της συμφωνημένης ή της νόμιμης.
[πανω-, απανω- + προίκ(α) -ι]
- πανώραιος, επίθ.· πανωραίος· πανώριος· υπερθ. πανωραιότατος.
-
- 1)
- α) Πολύ όμορφος, πανέμορφος:
- Ένας πανώραιος άγουρος αγαπά ωραίαν κόρην (Ερωτοπ. 164· Αχιλλ. (Smith) O 54)·
- (προκ. για πράγματα):
- εφαίνετο η τοποθεσία πανώραια ως παραδείσιν (Διγ. Esc. 1626)·
- β) (ως προσφών.):
- λυπήσου με τον ξένο …, πανώρια (Αγν., Ποιήμ. Β́ 7)·
- γ) (ειρων.):
- εσύ πανώραιε ανήρ, φάγε πίε (Σπανός A 262)·
- δ) (με υπερθ. σημασ.):
- καλοπρόσωπον, πανώραιον του κόσμου (ενν. παιδόπουλο) (Χρον. Τόκκων 3475).
- α) Πολύ όμορφος, πανέμορφος:
- 2) Ταιριαστός, ευχάριστος·
- (εδώ ειρων.):
- έδε πανώρια συντροφιά σ’ μονόπορο λιβάδι (Κάτης (Χόλτον) 97).
- (εδώ ειρων.):
- 3) (Προκ. για τραγούδι) μελωδικός:
- γλυκύν τραγούδιν ήρχισεν, έμορφον, πανωραίον (Αχιλλ. L 676).
- Το θηλ. του επιθ. πανώριος ως κύρ. όνομ.:
- (Πανώρ. Ά 97)·
- (σε μεταφ.):
- κάμε ωσάν Πανώρια όχι Μεδέα (Κυπρ. ερωτ. 13822).
[<παν‑ + επίθ. ωραίος. Ο τ. ‑ιος και σήμ. Η λ. το 10. αι.]
- 1)