Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάντως [pándos] επίρρ. : 1. με την έννοια της αντίθεσης, στην περίπτωση που ο ομιλητής θέλει να διαχωρίσει τη θέση του ή για να υπερασπιστεί ενέργειες δικές του ή άλλων· μια φορά· (πρβ. τουλάχιστον): Εγώ ~ σας το θύμισα. Εσείς ~ φερθήκατε σωστά. 2. με την έννοια της εναντίωσης: (Εγώ) ~ ό,τι και να λέτε, εξακολουθώ να έχω αντίθετη γνώμη, παρ΄ όλα αυτά. ~, παρόλο που γέρασε, είναι ακόμη γοητευτικός, εντούτοις.
[λόγ. < αρχ. πάντως]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάντως, επίρρ.· παντώς.
-
- 1) Ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, «όπως κι αν έχει το πράγμα»:
- (Διγ. Esc. 396), (Προδρ. IV 390).
- 2) (Με άρν.) καθόλου, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση:
- (Πουλολ. 342), (Λίβ. Sc. 1552)·
- παντώς ουκ έπαθες κακόν (Λίβ. N 2391 (έκδ. ‑ός)).
- 3) (Σε ισχυρή βεβαίωση) αναμφίβολα, χωρίς άλλο:
- (Γλυκά, Στ. 320), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 745).
- 4) Συνεχώς:
- Πάντως εις όρος πέτεται (ενν. το τρυγόνιν) και εις αέραν τρέχει (Λίβ. (Lamb.) N 154).
- 5) Ολωσδιόλου, εντελώς:
- πάντως ανυπόδητον εάν με επαρηχωρούσαν, να εξέβαινα (Προδρ. IV 146· Ερμον. Ρ 240).
- 6) Ωστόσο:
- Πάντως, ας το ηξεύραμεν … και να την (ενν. την κόρη) απεβγάλαμεν ως πρέπει (Διγ. Esc. 1019).
[αρχ. επίρρ. πάντως. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, «όπως κι αν έχει το πράγμα»: