Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάντοτε [pándote] επίρρ. χρον. : 1. με αναφορά σε κάθε χρονική στιγμή· πάντα: Θα σας είμαι ~ ευγνώμων. ~ βρίσκεται κάποιος στο σπίτι, συνεχώς. Tο έχω ~ μαζί μου. ~ εξυπηρετικός και χαρούμενος, κάθε φορά, οποιαδήποτε στιγμή. Στάθηκε ~ στο πλευρό τους. Kαι τώρα και ~. 2. με προηγούμενη αναφορική εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: Όσο και να προσέχεις, άνθρωπος είσαι, ~ κάτι μπορεί να ξεχάσεις. Mολονότι ούτε καν τους έγραψε, αυτοί ~ τον περιμένουν. 3. ~ όταν, σε δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που εκφράζουν αόριστη επανάληψη· κάθε φορά που: ~ όταν ακούω αυτή τη μουσική, μελαγχολώ.
[λόγ. < αρχ. πάντοτε]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάντοτε, επίρρ.· πάντοτες.
-
— Βλ. και πάντα.
- 1)
- α) Όλο το χρόνο, πάντοτε:
- (Διήγ. πανωφ. 57)·
- να 'ναι αγάπη πάντοτες κι ο κόσμος να πληθαίνει (Πανώρ. Έ 35)·
- (με το επίρρ. αεί επιτ.):
- Εμέ σταυλίζουν πάντοτε αεί τον χρόνον όλον (Διήγ. παιδ. 753)·
- β) (για να δηλωθεί διάρκεια) συνεχώς, αδιαλείπτως, κάθε στιγμή:
- και όντα μιλώ και όντα σιωπώ πάντοτε σε θυμούμαι (Φαλιέρ., Ιστ. 634 κριτ. υπ.· Διήγ. Βελ. N2 320), (Χρον. Μορ. P 4807)·
- γ) για πάντα:
- δούλος σου να είμαι πάντοτε (Ch. pop. 417)·
- (με επόμ. τη γεν. της προσωπ. αντων.) για όλη τη διάρκεια της ζωής κάπ.:
- εχάσεν (ενν. ο εγγυτής) απόκρισιν εις την αυλήν πάντοτέ του (Ασσίζ. 605)·
- δ) παντοτινά, αιώνια:
- Πάντοτες να 'ναι του Χριστού τ’ όνομα δοξασμένο (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 79· Πεντ. Έξ. XXXI 17)·
- (με το επίρρ. αεί επιτ.):
- αεί και πάντοτες έχει (ενν. ο Θεός) εις την ευσπλαχνίαν του τους άνδρας (Συναξ. γυν. 117)·
- ε) (για να δηλωθεί επανάληψη) κάθε φορά:
- μηδέ να τον (ενν. τον Ακρίτη) αφήσομεν να μας περιπλακώνει πάντοτε (Διγ. Άνδρ. 3853).
- α) Όλο το χρόνο, πάντοτε:
- 2) Από πάντα, ανέκαθεν:
- Εγώ πιλάλουν πάντοτε εις έμορφα λιβάδια (Νεκρ. βασιλ. 40· Ερωτοπ. 666).
- 3) (Για να δηλωθεί το αμετάβλητο, η συνέχιση μιας κατάστασης) πάλι:
- εγιάτρευσέν (ενν. ο ιατρός) τον ούτως κακά … και εκείνος (ενν. ο σκλάβος) εναπόμεινεν λαβωμένος πάντοτες (Ασσίζ. 17931).
- 4) Σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε:
- (Σαχλ., Αφήγ. 80)·
- πάντα όσα έχει (ενν. οκάτις άνθρωπος) εντέχεται να ένι του ρηγός πάντοτες (Ασσίζ. 2212).
[αρχ. επίρρ. πάντοτε. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοτενός, επίθ.,
- βλ. παντοτινός.
[Λεξικό Κριαρά]
- πάντοτες, επίρρ.,
- βλ. πάντοτε.
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοτεσινός, επίθ.
-
- Παντοτινός, αιώνιος·
- (προκ. για άγγελο) «προαιώνιος», που υπάρχει πριν τη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 26v).
- (προκ. για άγγελο) «προαιώνιος», που υπάρχει πριν τη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό:
[<επίρρ. πάντοτες + κατάλ. ‑ινός]
- Παντοτινός, αιώνιος·